εἴσοδος

εἴσοδος
εἴσοδος or [full] ἔσοδος, ,
A entrance:
I place of entrance, entry, Od. 10.90, Hdt.1.9, etc. ; ἐσόδους Φοίβου the entrance to his temple, E. Ion104 (anap.); of a mountain-pass,

ἡ διὰ Τρηχῖνος ἔ. ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.176

; in a theatre, entrance for the Chorus, Ar.Nu.326, Av. 296, v. Sch.; entrance-door of a court of justice, Arist.Ath.63.2, etc. : metaph., καλῶν ἔσοδοι paths to glory, Pi.P.5.116.
II entering, entrance,

εἴ. παρασχεῖν X.HG4.4.7

, etc. : pl., A.Eu.30.
2 entrance into the lists to contend in the games, ἱππείαν ἔ.(cf. εἰσέρχομαι II) Pi.P.6.50 ; also ἡ εἴ. τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον the introduction of it, Pl.Cri.45e.
3 right or privilege of entrance,

ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου Hdt.3.118

.
4 visit,

κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι E.Andr.930

, cf. 952, Lys.1.20 ; of a doctor, Gal.16.523.
5 study, investigation, Vett. Val.259.7; ἀκροθιγεῖς τὰς εἰσόδους ποιήσασθαι ib. 222.11 ; also, method, ib.108.19.
III that which comes in, revenue, opp. ἔξοδος, Plb.6.13.1, cf. IG14.423 ([place name] Tauromenium), 5(I).1390.64 ([place name] Andania), PPetr.3p.151.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εἴσοδος — entrance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”